- ματσαράγκα
- η шулерство; жульничество, мошенничество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ματσαράγκα — και ματσαραγκιά, η 1. απάτη σε χαρτοπαικτικό παιχνίδι 2. κάθε είδος απάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mazzeranga] … Dictionary of Greek
ματσαράγκα — η (λ. ιταλ.), δόλος, απάτη: Μου έκανε ματσαράγκες για να μου φάει λεφτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ματσαράγκας — ο [ματσαράγκα] απατεώνας … Dictionary of Greek